τύπτω

τύπτω
ΝΜΑ
(λόγιοςτ.) χτυπώ κάποιον ή κάτι
νεοελλ.
μτφ. ελέγχω, επιτιμώ («μέ τύπτει η συνείδησή μου» — νιώθω μεταμέλεια για κάτι επιλήψιμο που έκανα)
αρχ.
1. προξενώ πληγές με χτύπημα ράβδου
2. (στον Όμ.) πλήττω με πολεμικά όπλα («ξίφος ὀξύ, τῷ ὃ γε γαστέρα τύψε», Ομ. Ιλ.)
3. κρούω («ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ» — έπεσε καταγής, Ομ. Οδ.)
4. χτυπώ με κεντρί, κεντώ (α. «οἱ βασιλεῑς μελιττῶν... οὐ τύπτουσιν», Αριστοτ.
θ. «ὄφις μ' ἔτυψε μικρός», Ανακρ.)
5. (σχετικά με βέλη, ακόντια ή οποιαδήποτε βλήματα) βάλλω
6. κόβω νόμισμα
7. (μτφ. α) στενοχωρώ πολύ, πληγώνω («τὸν δ' ἄχος ὀξὺ κατὰ φρένα τύψε βαθεῑαν», Ομ. Ιλ.) β) (για την καρδιά) πάλλομαι ορμητικά, ιδίως από φόβο («ἱνατί οὐκ ἐσθίεις; καὶ ἱνατί τύπτει σε ἡ καρδία σου;», ΠΔ)
8. μέσ. τύπτομαι
α) χτυπιέμαι και, ειδικότερα, χτυπώ το στήθος μου από θλίψη, στηθοκοπιέμαι
β) (με αιτ.) θρηνώ κάποιον («τὸν δὲ τύπτονται», Ηρόδ.)
γ) (με σύστοιχη αιτ.) κάνω πληγές, πληγώνομαι («τυπτόμενος πολλάς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τύπ-τω (< *τυπ-, πρβλ. κλέπ-τω < *κλέπ-) ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *(s)teup- «σπρώχνω, ωθώ» (πρβλ. και λ. στύπος [Ι]) και συνδέεται με αρχ. ινδ. tupati «χτυπώ, πληγώνω», αρχ. σλαβ. tŭpati «κτύπος τής καρδιάς», tŭpŭtŭ «θόρυβος». Από τα παρ. τού ρ. τύπτω, η λ. τύπος, εκτός από την αρχική σημ. «κτύπος», έλαβε ειδικότερες σημ., όπως: «αποτύπωμα», «σχήμα, μορφή» «μήτρα, καλούπι», «πρότυπο, υπόδειγμα», «χαρακτήρας, τρόπος συμπεριφοράς» (για τις σημ. βλ. λ. τύπος) και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στο τεχνικό λεξιλόγιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τύπτω — beat pres subj act 1st sg τύπτω beat pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπτεσθον — τύπτω beat pres imperat mp 2nd dual τύπτω beat pres ind mp 3rd dual τύπτω beat pres ind mp 2nd dual τύπτω beat imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπτετον — τύπτω beat pres imperat act 2nd dual τύπτω beat pres ind act 3rd dual τύπτω beat pres ind act 2nd dual τύπτω beat imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπτον — τύπτω beat pres part act masc voc sg τύπτω beat pres part act neut nom/voc/acc sg τύπτω beat imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τύπτω beat imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπεῖτον — τύπτω beat aor opt pass 2nd dual τύπτω beat aor subj pass 3rd dual (epic) τύπτω beat aor subj pass 2nd dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπείητον — τύπτω beat aor opt pass 2nd dual τύπτω beat aor subj pass 3rd dual (epic) τύπτω beat aor subj pass 2nd dual (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπτήσει — τύπτω beat aor subj act 3rd sg (epic) τύπτω beat fut ind mid 2nd sg τύπτω beat fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπτήσω — τύπτω beat aor subj act 1st sg τύπτω beat fut ind act 1st sg τύπτω beat aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυπτήσῃ — τύπτω beat aor subj mid 2nd sg τύπτω beat aor subj act 3rd sg τύπτω beat fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τύπτεσθε — τύπτω beat pres imperat mp 2nd pl τύπτω beat pres ind mp 2nd pl τύπτω beat imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”